νοσφίσασθαι

νοσφίσασθαι
νοσφίζομαι
aor inf mp
νοσφίζω
turn away
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκαταλαμβάνω — Α 1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.) 2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”